ασκληπιάδειος

ασκληπιάδειος
-ο (AM ἀσκληπιάδειος, -ον)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ποιητή Ασκληπιάδη
2. (μετρ.) «ἀσκληπιάδειος στίχος» ή «ἀσκληπιάδεια μέτρα» — δωδεκασύλλαβο μέτρο με δισύλλαβη βάση, δύο χοριάμβους και έναν ίαμβο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Ἀσκληπιάδειος — Asclepios masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀσκληπιαδείοις — Ἀσκληπιάδειος Asclepios masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀσκληπιαδείου — Ἀσκληπιάδειος Asclepios masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀσκληπιαδείους — Ἀσκληπιάδειος Asclepios masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀσκληπιαδείων — Ἀσκληπιάδειος Asclepios masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀσκληπιαδείῳ — Ἀσκληπιάδειος Asclepios masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀσκληπιάδειοι — Ἀσκληπιάδειος Asclepios masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀσκληπιάδειον — Ἀσκληπιάδειος Asclepios masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ασκληπιάδης — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Μαθητής του Ισοκράτη από τη Θράκη (4ος αι. π.Χ.). Συγγραφέας των Τραγωδουμένων (11 βιβλία), δηλαδή των μύθων που πραγματεύτηκαν στα έργα τους οι κλασικοί. 2. Α. ο Φλιάσιος (περ. 350 – 280 π.Χ.). Φιλόσοφος. Πέρασε το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”